κοριτσιακός

κοριτσιακός
κοριτσιακός, -ή, -όν (Μ) [κορίτσι]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κορίτσι ή που προέρχεται από νέα γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”